- αντιχαιρετίζω
- κ. -χαιρετώ (-άω) (Μ ἀντιχαιρετίζω)ανταποδίδω χαιρετισμό.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αντιχαιρετίζω — και αντιχαιρετώ ισα και ησα, ανταποδίνω το χαιρετισμό: Τον αντιχαιρέτησε ψυχρά και συνέχισε το δρόμο του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)